σεξουαλικός

σεξουαλικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη γενετήσια ορμή, ερωτικός: Σεξουαλική επαφή. – Σεξουαλική διαστροφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σεξουαλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεξουαλικότητα και στον σεξουαλισμό, γενετήσιος, αφροδίσιος 2. (για πρόσ.) α) ερωτικός β) λάγνος, προκλητικός 3. φρ. α) «σεξουαλικά γνωρίσματα» τα μορφολογικά και ψυχολογικά γνωρίσματα που… …   Dictionary of Greek

  • γενετήσιος — α, ο (AM γενετήσιος, ον) [γενέτης] αυτός που αναφέρεται στις γεννητικές λειτουργίες, ο σεξουαλικός …   Dictionary of Greek

  • γενικός — ή, ό (AM γενικός, ή, όν) 1. αυτός που αφορά ή ανήκει στο γένος ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο γένος 2. το θηλ. ως ουσ. η γενική η δεύτερη πτώση τών ονομάτων νεοελλ. 1. αόριστος, ασαφής 2. (ως βαθμός ανώτερων… …   Dictionary of Greek

  • κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… …   Dictionary of Greek

  • σεξουαλικότητα — η, Ν [σεξουαλικός] όρος ο οποίος προσδιορίζει το σύμπλεγμα τών ορμών, επιθυμιών, συνηθειών και πράξεων που σχετίζονται με τη σεξουαλική ζωή ενός οργανισμού …   Dictionary of Greek

  • υπογάστριος — α, ο / ὑπογάστριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον το κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους… …   Dictionary of Greek

  • φυλετικός — ή, ό / φυλετικός, ή, όν, ΝΑ [φυλέτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή») 2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός 3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»… …   Dictionary of Greek

  • Μαρινέτι, Φιλίπο Τομάζο Εμίλιο — (Filippo Tommaso Emilio Marinetti, Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1876 – Μπελάτζιο, Κόμο 1944). Ιταλός συγγραφέας και δραματουργός, ιδρυτής του φουτουρισμού. Σπούδασε νομικά στη γενέτειρά του, στο Παρίσι, στην Πάντοβα και στη Γένοβα. Διέμενε διαδοχικά στο …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσιος — α, ο αυτός που έχει να κάνει με τις σαρκικές ηδονές, ο σεξουαλικός: Τα αφροδίσια νοσήματα βρίσκονται σήμερα σε ύφεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενετήσιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στις διαδικασίες αναπαραγωγής, αφροδίσιος, σεξουαλικός: Γενετήσια πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”